- κώχιασμα
- το образование углов или зазубрин (на чём-л.); зазубривание (чего-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κώχιασμα — το [κωχιάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κωχιάζω, η κατασκευή γωνιών 2. η τοποθέτηση πράγματος σε γωνία … Dictionary of Greek